- θεολογία
- Η επιστήμη της χριστιανικής θρησκείας που επιζητεί να διασαφηνίσει θεωρητικά το δογματικό περιεχόμενο του χριστιανισμού και να κατοχυρώσει την ιστορική του αξία. H θ. πρέπει να διαχωρίζεται από την επιστήμη της θρησκειολογίας, η οποία έχει αντικείμενο τις διάφορες ιστορικές εκδηλώσεις του θρησκευτικού φαινομένου και χρησιμοποιείται από μια κοινωνιολογική ή ψυχολογική σκοπιά για την ερμηνεία και την κατανόησή του.
Στην αρχαία του εκδοχή, ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τη γνωστική σχέση του ανθρώπου με την υπερβατική πραγματικότητα του θείου, γι’ αυτό τον βλέπουμε να αποδίδεται τόσο στη μυθολογική ποιητική παράδοση όσο και στον κλάδο της μεταφυσικής φιλοσοφίας. Τον 3o αι. μ.Χ. οι χριστιανοί θεολόγοι άρχισαν να χρησιμοποιούν αυτό τον όρο σε συνάρτηση με το σύστημα της εθνικής και της χριστιανικής διδασκαλίας και από τον 4o αι. μ.Χ. σε αποκλειστική αναφορά προς το σύνολο των δογματικών αληθειών του χριστιανισμού. H εξέλιξη αυτή εγκαινίασε τη φιλοσοφική παράδοση της χριστιανικής θρησκείας, που διέπεται από την προσπάθεια να δικαιολογηθεί ορθολογικά και μεθοδικά το απόλυτο κύρος του λόγου του Θεού και να συμβιβαστεί η υπερχρονική του σημασία με τον ιστορικό χαρακτήρα του θρησκευτικού βιώματος. Με την έννοια αυτή, η θεολογική σκέψη σφραγίζεται από μια καθαρά αντινομική διαλεκτική: επιχειρεί να συλλάβει την αναλλοίωτη και οριστική αλήθεια του θείου λόγου στο πλαίσιο της μεταβαλλόμενης κοσμικής πραγματικότητας, προσπαθώντας να ερμηνεύσει την απόλυτη ταυτότητά της με τους όρους της ιστορικής διαφοράς.
H θ. καλλιεργήθηκε συστηματικά και διαμορφώθηκε σε επιστημονική διδασκαλία από την κατηχητική σχολή της Αλεξάνδρειας, θεμελιωτές της οποίας ήταν ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς και ο Ωριγένης, που επεδίωξαν να ανυψώσουν τη χριστιανική πίστη σε γνωστικό γεγονός. Το χαρακτηριστικό γνώρισμα της σχολής αυτής ήταν η εφαρμογή της μεθόδου της αλληγορικής ερμηνείας στην προσέγγιση του ιερού νοήματος της Αγίας Γραφής και στην αποδοχή των δογματικών αρχών, που συνιστούν το υπερβατικό περιεχόμενο του χριστιανισμού. Στους κόλπους της σχολής εργάστηκαν και οι μεγάλοι Πατέρες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός και Γρηγόριος Νύσσης, που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αναίρεση των εθνικών φιλοσοφικών δοξασιών και στην καταπολέμηση των αιρετικών καθώς επίσης στην ανάπτυξη και στην εδραίωση των χριστιανικών αληθειών.
Στην προώθηση των θεολογικών σπουδών αποφασιστική υπήρξε και η συμβολή της σχολής της Αντιόχειας, με την oποία καθιερώθηκε η γραμματική (τυπική) και ιστορική μέθοδος ερμηνείας των ιερών κειμένων και προσδόθηκε ένας νοησιοκρατικός προσανατολισμός στη θεολογική έρευνα. Οι σπουδαιότεροι αντιπρόσωποι της σχολής αυτής ήταν ο Ιωάννης o Χρυσόστομος, που αναδείχθηκε σε κορυφαίο ερμηνευτή της Αγίας Γραφής, και ο Θεοδώρητος ο Κύρου, που προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στην αντιμετώπιση των δογματικών θρησκευτικών παρεκκλίσεων της εποχής του και άσκησε μεγάλη επίδραση στη μεταγενέστερη χριστιανική φιλολογία, ιδίως στο ερμηνευτικό έργο του Ιωάννη Δαμασκηνού και του Θεοφύλακτου της Βουλγαρίας.
Στο πλαίσιο της δυτικής θεολογικής παράδοσης η ανάπτυξη της θεολογικής σκέψης οφείλεται κυρίως στους μεγάλους Πατέρες της Καθολικής Εκκλησίας Αμβρόσιο και Ιερώνυμο και προπαντός στον Αυγουστίνο, ο οποίος επιχείρησε να θεμελιώσει το μυστικό βίωμα της πίστης σε ψυχολογική βάση (στον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου) και να συστηματοποιήσει με αποτελεσματικό τρόπο το σύνολο των δογματικών αληθειών της χριστιανικής θρησκείας. Στα κείμενα του Αυγουστίνου δεσπόζει η αναγνώριση ότι η θ. μπορεί να αντλήσει από τις τρεις πηγές, της φιλοσοφίας, των Γραφών και της παράδοσης, ενώ βεβαιώνεται η δυνατότητα μιας χαλαρότερης και σχετικά ελεύθερης ερμηνείας των Γραφών, με την παραδοχή της αλληγορικής μεθόδου κατανόησης. Σύμφωνα με αυτόν, η υιοθέτηση του δόγματος σχετικά με την κατ’ εικόνα του Θεού δημιουργία του ανθρώπου συνεπάγεται, από τη μια πλευρά, τη δυνατότητα ανίχνευσης της φύσης του Θεού στην ίδια την ψυχή του πλάσματός του και από την άλλη τη δικαιολόγηση της τριαδικής υπόστασης του Δημιουργού. Γενικά με τον Αυγουστίνο δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην ελευθερία της θεολογικής έρευνας και στη χρησιμοποίηση του λογικού ως οργάνου προσπέλασης στις δογματικές αλήθειες της Εκκλησίας. Αργότερα, με την άνθηση του σχολαστικισμού, ο θεολογικός προβληματισμός σφραγίστηκε από το έργο του Θωμά του Ακινάτη, οι ιδέες του οποίου για τον Θεό, τη σχέση του με τον κόσμο, τη σχέση του ανθρώπου με αυτόν και με τα μυστήρια αναπτύσσονται με αξιοθαύμαστη ενάργεια στο κυριότερο συστηματικό του σύγγραμμα, Summa Theologica. Ο Aκινάτης υπερασπίστηκε την ανασύνδεση του xριστιανισμού με την ελληνική φιλοσοφία, προπαντός την αριστοτελική, και το θεολογικό του έργο αποτέλεσε εξέλιξη και συμπλήρωση του αυγουστινισμού.
Με την εκδήλωση της μεταρρύθμισης σημειώθηκε μία νέα άνθηση των θεολογικών σπουδών και διατυπώθηκε με νέα ένταση το αίτημα της επιστροφής στην πηγή των θεολογικών απόψεων, την Αγία Γραφή. Ο Λούθηρος, ο κύριος εκφραστής της κίνησης αυτής, αμφισβήτησε την αξία του λογικού στον χώρο της θ., μολονότι ούτε ο ίδιος ούτε ο Καλβίνος είχαν απορρίψει ολότελα τη φυσική θ., και υποστήριξε την ανάγκη της εγκατάλειψης της αλληγορικής ερμηνείας ως μεθόδου εμβάθυνσης στο γράμμα της Βίβλου. Από την άλλη πλευρά, η επίμονη έμφαση του Καλβίνου στην ανεπανόρθωτη καταστροφή της θείας εικόνας του ανθρώπου εξαιτίας της πτώσης ερχόταν να αντικρούσει την προηγούμενη παράδοση του σχολαστικισμού και να αποτρέψει τους θεολόγους από την προσπάθεια της αναζήτησης στον άνθρωπο ιχνών της θεϊκής φύσης. Οι θρησκευτικοί πόλεμοι του 16ου και του 17ου αι. είχαν αποτέλεσμα την ευρύτατη απήχηση της υπόδειξης των ντεϊστών θεολόγων, όπως ήταν ο Μάθιου Τίνταλ (1655-1733) και ο Τζον Τόλαντ (1670-1722), να στηριχθεί η θρησκεία στις αρχές του ορθού λόγου, ο οποίος συνιστά κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων και μπορεί γι’ αυτό να τους απαλλάξει από τις διχογνωμίες και τις διενέξεις που συνοδεύουν την εξάρτηση της θρησκευτικότητας από την πίστη. Στην ντεϊστική αυτή στάση, οι αδυναμίες της οποίας ως προς τον τρόπο που αντιμετώπισε το δόγμα της αποκάλυψης επισημάνθηκαν από πολλούς θεολόγους, αντέδρασαν οι Γιόχαν Γκόντφριντ Άιχορν (1752-1827) και Γκέοργκ Αντρέα Γκάμπλερ (1786-1853), που θέλησαν να επιβάλουν τον ιστορικό τρόπο προσέγγισης των Γραφών. Επρόκειτο στην ουσία για μια προσπάθεια εξαιρετικά προβληματική στον βαθμό που προϋπέθετε τη χρησιμοποίηση των εργαλείων του ιστορικού στην προσέγγιση των ιερών κειμένων και ταυτόχρονα την παραδοχή του αποκαλυπτικού τους περιεχομένου.
Το καίριο αυτό πρόβλημα της προτεσταντικής θ. καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και τις θρησκευτικές αντιλήψεις των νεότερων θεολόγων, όπως ήταν o Φ. Σλαιγερμάχερ και o Ρ. Ότο, που πρότειναν ως πηγή του θεολογικού δόγματος τη θρησκευτική εμπειρία της απόλυτης εξάρτησης από την υπερβατική παρουσία του Θεού.
Στο πλαίσιο της σύγχρονης θεολογικής έρευνας ξεχωρίζουν ιδιαίτερα το έργο του Κίρκεγκαρντ, που διέπεται από την αμφιβολία σχετικά με τη δυνατότητα της επαρκούς εννοιολογικής απόδοσης της αποκαλυπτικής αλήθειας του Θεού, και οι προσπάθειες του Καρλ Μπαρτ και του Πάουλ Τίλιχ, που αφορούν αντίστοιχα την ανάγκη της απόρριψης της φυσικής θ. και το αίτημα της διερεύνησης των δυνατοτήτων του λογικού στην προώθηση της θεολογικής μελέτης.
Η ορθόδοξη θεολογία έχει εμπνεύσει πολλούς αγιογράφους, ιδιαίτερα εκείνους που ιστόρησαν τα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Η εικονιζόμενη τοιχογραφία, καθαρά μυστικιστική, είναι εμπνευσμένη από τον ύμνο «Τι σοι προσενέγκωμεν Χριστέ» και χρονολογείται το 1568 (Μονή Δοχειαρίου, Άγιον Όρος).
* * *η (AM θεολογία) [θεολόγος]ο λόγος για τον θεό (ή τους θεούς), η γνώση τών θείων πραγμάτων («οἱ τύποι περὶ θεολογίας τίνες ἄν εἶεν», Πλάτ.)νεοελλ.η επιστήμη που ερευνά την ιστορία τής χριστιανικής θρησκείας και εκκλησίας και ασχολείται με την έρευνα και την ερμηνεία τών Γραφώννεοελλ.-μσν.η χριστιανική θρησκεία, η χριστιανική πίστη(μσν.-αρχ.)1. η διδασκαλία για τη θεία φύση τού Χριστούαρχ.1. εγκωμιαστικός λόγος προς θεό2. επίκληση τού θεού3. η Αγία Γραφή.
Dictionary of Greek. 2013.